επαναβαθμος

επαναβαθμος
    ἐπαναβαθμός
    ἐπ-αναβαθμός
    ὅ ступень Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επαναβαθμος" в других словарях:

  • επαναβαθμός — ἐπαναβαθμός και ἐπαναβασμός, ο (Α) σκαλί, βαθμίδα κλίμακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα βαθμός «σκαλί»] …   Dictionary of Greek

  • ἐπαναβαθμοῖς — ἐπαναβαθμός step of a stair masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»